Ο Στέλιος Κοντός, μένει στη Ζυρίχη. Δουλεύει σε μία από τις μεγαλύτερες και παλαιότερες ασφαλιστικές εταιρείες του κόσμου, τη Swiss Re, ως διαχειριστής χαρτοφυλακίου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης βρίσκεται στο γραφείο του.

Αυθόρμητα την ώρα της συνέντευξης, λέει με ενθουσιασμό: «Θα σου στείλω τη θέα που έχω τώρα από το γραφείο μου. Είναι σαν να δουλεύω στο Παλαιό Φάληρο και να βλέπω την Αίγινα απέναντί μου…»

Η Ζυρίχη είναι η πόλη με την καλύτερη ποιότητα ζωής στον κόσμο. Αυτό δείχνουν τόσο παλαιότερες έρευνες, όσο και νεότερες. Φέτος η Μercer, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες ΗR του πλανήτη την κατατάσσει στη δεύτερη θέση. Στην πρώτη θέση ηγείται η Βιέννη.

Στη Ζυρίχη οι εργαζόμενοι δουλεύουν οκτώ το πολύ εννέα ώρες. Όποιος τις ξεπεράσει θεωρείται αργόσχολος. Το στοίχημα της οικονομικής πολιτικής του κράτους, είναι να αφήνει στους πολίτες του ελεύθερο χρόνο για να ξοδέψουν τα χρήματα που βγάζουν στην αγορά.

Οι κάτοικοι αυτής της πόλης επιδοτούνται από την ασφαλιστική τους εταιρία για να πηγαίνουν στο γυμναστήριο. Αυτό που θέλει περισσότερο μία ασφαλιστική στην Ελβετία, είναι να απαλλαγεί από τα έξοδα νοσηλείας, κάποιου πολίτη που δεν είναι υγιής, όπως εξηγεί ο Στέλιος.

Ίσως βέβαια δεν είναι μια πόλη ιδανική για κάθε είδος επαγγελματία. Οι μεγαλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες προσφέρονται στους τομείς της βιοφαρμακευτικής, της τραπεζικής – χρηματοοικονομικών και των ασφαλίσεων. Αν κάποιος με καλλιτεχνικές ανησυχίες βρεθεί στη Ζυρίχη, πιθανότατα θα δυσκολευτεί.

Ο Στέλιος κατάγεται από τη Χαλκίδα. Εκεί τελείωσε το σχολείο και αμέσως μετά έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές.

Η Χαλκίδα, είναι για τον ίδιο η πόλη που παρέχει την ησυχία και την οργάνωση που παρέχει μία ελληνική επαρχιακή πόλη.

Αντίστοιχα η Ζυρίχη, παρά το γεγονός ότι είναι η μεγαλύτερη πόλη της Ελβετίας, δεν παύει να είναι ένα μικρό χωριό, όπως την αποκαλεί ο ίδιος. Η πόλη των 400 χιλιάδων… και κάτι, κατοίκων.

«Ξεκίνησα τις σπουδές μου στην Αγγλία. Έμεινα εκεί για πέντε χρόνια, πήρα το πρώτο μου πτυχίο, έκανα μεταπτυχιακό. Γύρισα ξανά στην Ελλάδα, όπου δούλεψα σε ελληνική τράπεζα.

Το 2011, στα 30 μου, αποφάσισα  -εν μέσω κρίσης-, να κάνω το επόμενο βήμα. Έφυγα στο εξωτερικό, γιατί ήθελα να διευρύνω τις σπουδές μου. Έκανα MBA στη Γαλλία, σπουδάζοντας για ένα χρόνο.

Στη συνέχεια εργάστηκα στο Παρίσι σε μία θυγατρική της Lafarge και δύο χρόνια αργότερα μου δόθηκε η ευκαιρία να μετακομίσω στη Ζυρίχη και να εργαστώ στον ασφαλιστικό τομέα».

Μόνο ιδιωτική ασφάλιση

Περιγράφοντας την καθημερινότητα του, μιλάει αρχικά για την ασφάλιση ενός εργαζόμενου. «Εάν κάποιος είναι ιδιωτικός υπάλληλος, δεν ασφαλίζεται σε δημόσια ταμεία. Είναι υποχρεωμένος από το νόμο να διαθέτει ιδιωτική ασφάλιση, καταβάλλοντας περί τα 300 ευρώ μηνιαίως. Όποιος δεν είναι Ελβετός, και εισέρχεται στη χώρα, πρέπει σε διάστημα τριών μηνών να αποκτήσει ασφάλεια ζωής. Επίσης, ανάλογα με την εταιρεία στην οποία εργάζεται κάποιος, παρέχεται βοήθημα στις μηνιαίες ασφαλιστικές ενός εργαζόμενου».

Διευκρινίζει ότι η ασφαλιστική εισφορά, υπολογίζεται σε συνάρτηση με την ηλικία κάθε πολίτη, τις παροχές ή άλλους παράγοντες.

Εκτός των άλλων όμως διατίθεται και εργατική ασφάλιση, την οποία είναι υποχρεωμένος να παρέχει ένας εργοδότης. «Εάν για παράδειγμα βρίσκομαι σε επαγγελματικό ταξίδι στο Λονδίνο, και μου συμβεί κάτι, με καλύπτει το ασφαλιστικό πρόγραμμα της εταιρείας μου».

Σύνταξη και με το μήνα…

Σε ό,τι αφορά στις συνταξιοδοτικές εισφορές, ο κάθε ασφαλισμένος, καταβάλει επιπλέον χρήματα κάθε μήνα, τα οποία προορίζονται για το συνταξιοδοτικό πλάνο που διαθέτει η εκάστοτε ασφαλιστική εταιρεία. «Το κράτος δεν παρέχει συντάξεις. Ωστόσο υποχρεώνει οποιαδήποτε επιχείρηση, είτε να έχει δικό της συνταξιοδοτικό ταμείο, είτε να συνεργάζεται με κάποιο από τα μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία κατά κύριο λόγο ελέγχονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Το ποσοστό μηνιαίας εισφοράς για σύνταξη κυμαίνεται από 3% έως 7% του μισθού. Ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα εάν επιθυμεί να καταβάλει 3%, 4%, 5% από το μισθό του ή περισσότερο.

Επίσης εισφέρει στη σύνταξη και ο εργοδότης. Στη συνέχεια η ασφαλιστική εταιρεία επενδύει τα χρήματα που καταβάλλονται για σύνταξη και κάθε χρόνο ή ανά εξάμηνο ενημερώνει το δικαιούχο για την πορεία του συνταξιοδοτικού του ταμείου (pension fund). Ο ασφαλισμένος λαμβάνει τα χρήματα της σύνταξης, είτε ως μηνιαία δόση, είτε πριν συμπληρώσει τα χρόνια σύνταξης σε περίπτωση που εγκαταλείψει τη χώρα ή τα χρειαστεί για να αγοράσει σπίτι, καθώς και εφάπαξ.

Επίσης, από τον πρώτο χρόνο λαμβάνει ενημέρωση από το συνταξιοδοτικό ταμείο, το οποίο ενημερώνει για τις εισφορές που έχει καταβάλει. Ταυτόχρονα ενημερώνει για το μισθό που θα λάβει όταν συμπληρώσει τα χρόνια συνταξιοδότησης στα 65 του, εφόσον ο μισθός και η θέση του παραμείνουν ως έχουν σήμερα».

«Επίσης μπορεί να βγει πρόωρα στη σύνταξη στα 58 χρόνια με μειωμένες απολαβές», συμπληρώνει ο Στέλιος.

Προτεραιότητα στη δημόσια υγεία

Η δημόσια υγεία, είναι μία ακόμα από τις βασικές προτεραιότητες στη χώρα. «Τα δημόσια νοσοκομεία και ειδικά το πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Ζυρίχης είναι από τα καλύτερα νοσηλευτικά ιδρύματα. Το πανεπιστημιακό απασχολεί γύρω στα 50.000 άτομα. Ωστόσο θα πρέπει να παραδεχτώ πως εάν μου τύχει κάτι και καλέσω ασθενοφόρο, θα πρέπει να το πληρώσω επιπλέον, με κόστος τουλάχιστον 500 ευρώ, σε περίπτωση που δεν περιλαμβάνεται στο συμβόλαιο ασφάλισής μου. Συνήθως τα ασφαλιστήρια αναφέρουν ότι παρέχεται κάλυψη για νοσήλια, από 300 ή 500 ευρώ και άνω, με τη μορφή απαλλαγής, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ασφαλιστήρια αυτοκινήτου.

Εάν για παράδειγμα επισκεφθώ ένα δερματολόγο και το κόστος της επίσκεψης είναι 100 ευρώ, δεν χρεώνονται στην ασφαλιστική μου εταιρεία. Εάν όμως κάνω μία επέμβαση με κόστος 10.000 ευρώ θα καλύψει τα 9.700 ευρώ και τα υπόλοιπα 300 θα τα καλύψω από την τσέπη μου. Ωστόσο παρέχεται και η δυνατότητα να απολαμβάνει κανείς πλήρους κάλυψης νοσηλείας, πληρώνοντας υψηλότερο ασφάλιστρο».

Ο βασικός μισθός των 4.000 ευρώ

Όπως λέει ο Στέλιος, ο βασικός μισθός ενός ταμία – ανειδίκευτου εργαζόμενου, που εργάζεται στα McDonald’s στη Ζυρίχη, είναι περίπου 4.000 ευρώ. «Για κάποιον ο οποίος είναι νεοπροσλαμβανόμενος, αφού έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, ηλικίας 23-25 ετών, ο μισθός ξεκινάει από τα 7.500-8.000 ευρώ.

Παρόλ’ αυτά το κόστος ζωής είναι αρκετά υψηλό. Ειδικά τα ενοίκια. Για παράδειγμα για ένα σπίτι 50 τετραγωνικών, κάποιος μπορεί να πληρώνει 1.500 ευρώ. Στο ποσό περιλαμβάνονται τα κοινόχρηστα και οι λογαριασμοί του σπιτιού. Κάποιοι άλλοι τομείς όπως είναι οι αγορές από το σούπερ μάρκετ, είναι πιο οικονομικοί. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις τα είδη πρώτης ανάγκης είναι τα περισσότερα πιο φθηνά από την Ελλάδα, με εξαίρεση τα κρεατικά, τα οποία είναι πολύ ακριβά».

Αγοράζοντας σπίτι – Μία δύσκολη υπόθεση

Η αγορά ακινήτου στην Ελβετία δεν είναι εύκολη για κάποιον νεοαφιχθέντα στη Ζυρίχη. «Όποιος δεν διαθέτει ελβετικό διαβατήριο ή άδεια παραμονής, δύσκολα μπορεί να αποκτήσει σπίτι εδώ», παραδέχεται ο Στέλιος.

«Υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί. Για να μπορέσω να εργαστώ εδώ απαιτείται πράσινη κάρτα (κάρτα εργασίας), η οποία ποικίλλει σε κατηγορίες «L»(Limited) με περιορισμένη χρονική διάρκεια, «Β» (Basic) για κάποιον ο οποίος έχει συγκεκριμένο συμβόλαιο εργασίας έως 5 έτη. Στα έξι έτη κάποιος μπορεί να αποκτήσει κάρτα εργασίας «C» (Current) και στη δεκαετία διατηρεί το δικαίωμα έκδοσης ελβετικού διαβατηρίου. Επί της ουσίας, ο κάτοχος κάρτας «C» είναι ευκολότερο να αγοράσει σπίτι σε σχέση με κάποιον που βρίσκεται στο επίπεδο «Β», καθότι και το τραπεζικό επιτόκιο σε περίπτωση δανεισμού είναι μεγαλύτερο, αλλά και η προκαταβολή που απαιτείται για ένα σπίτι είναι πιο υψηλή.

Εξαίρεση αποτελεί εάν κάποιος είναι εκατομμυριούχος και προχωρήσει σε αγορά ή αγορές ακινήτων, κάτι που θεωρείται foreign direct investment (απευθείας επένδυση από το εξωτερικό). Συνήθως πίσω από τέτοιου είδους επενδύσεις βρίσκονται Άραβες, Ρώσοι ή Κινέζοι».

To σκεπτικό βάσει του οποίου δεν δίνονται εύκολα ευκαιρίες αγοράς ακινήτων σε εργαζόμενους με λιγότερα από πέντε χρόνια παρουσίας στη Ζυρίχη, είναι ότι κάποιος μπορεί να εγκαταλείψει τη χώρα στον ένα, στα δύο ή στα τρία χρόνια, και θεωρείται κατηγορία πολίτη «υψηλού ρίσκου».

Η καθημερινότητα στη Ζυρίχη

Η καθημερινότητα στη Ζυρίχη ξεκινάει από νωρίς το πρωί για το Στέλιο. Και λίγο νωρίτερα για τους Ελβετούς…

«Δουλεύω 8-9 ώρες την ημέρα, συνολικά 42 ώρες την εβδομάδα. Αυτό είναι το επίσημο ωράριο στη χώρα. Το μοντέλο εργασίας στη Ζυρίχη είναι εντελώς διαφορετικό σε σχέση με την Ελλάδα. Θυμάμαι πως όταν εργαζόμουν στην Ελλάδα έπρεπε να βρίσκομαι στο γραφείο από τις 9 το πρωί έως τις 9 το βράδυ. Εάν τύχαινε μία μέρα να φύγω στις 8, μπορεί να υπήρχε ακόμα κόσμος στο γραφείο, και να με κοιτάζει με μισό μάτι. Σαν να έλεγε: “τι κάνεις και φεύγεις τόσο νωρίς; Δεν δουλεύεις;”.

Εδώ εάν κάποιος δουλεύει παραπάνω από τις 42 ώρες, θεωρείται αντιπαραγωγικός. Επί της ουσίας οι Ελβετοί θεωρούν ότι κάποιος επιδιώκει έτσι να σπαταλάει το χρόνο του. Το εργασιακό μοντέλο υπαγορεύει ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει μόλις τελειώσει τη δουλειά του, να βγει στην αγορά, να πάει σινεμά ή να φάει κάτι, για να κυκλοφορήσουν τα χρήματα που κερδίζει στην αγορά. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν κάποιος δουλεύει πολλές ώρες, δεν θα βγει έξω. Αντιθέτως θα πάει στο σπίτι του, θα μαγειρέψει κάτι και θα κοιμηθεί, αβγατίζοντας τα χρήματά του κάτω από το στρώμα».

Το καθημερινό πρόγραμμα ενός Έλληνα ή ενός Ελβετού στη Ζυρίχη

Οι Έλληνες έχουν κοινωνική ζωή. Βγαίνουν μεταξύ τους, συναναστρέφονται ο ένας τον άλλο. Ίσως μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή που επικρατεί σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις ή μεγαλουπόλεις όπως το Λονδίνο, όπου οι μετακινήσεις και η συναναστροφή μεταξύ των ανθρώπων είναι δυσκολότερη.

«Συνήθως ξυπνάω στις 6.30 το πρωί. Στις 8.00 με 8.30 βρίσκομαι στο γραφείο. Δουλεύω έως τις 5.30 – 6.00. Μετά είτε θα πάω στο γυμναστήριο, είτε θα δω τους φίλους μου για ένα ποτό. Στις 9.00 με 9.30 συνήθως γυρίζω στο σπίτι. Θα φάω κάτι και το αργότερο έως τις 12.00 θα κοιμάμαι. Αντίστοιχα ο μέσος Ελβετός ξυπνάει στις 5.30. Στις 7.00 θα βρίσκεται στο γραφείο, και αφού ολοκληρώσει το πρόγραμμά του, έως τις 10.30 θα έχει πέσει για ύπνο. Αυτοί που κυκλοφορούν μετά τις 10.30 το βράδυ στην πόλη είναι οι Έλληνες, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί. Η δική μας ζωή δεν είναι μέρος της ζωής των Ελβετών», εξηγεί ο Στέλιος Κοντός.

Η ποιότητα ζωής στη Ζυρίχη είναι ασύγκριτη. Έτσι την παρουσιάζει ο Στέλιος. Και ουδεμία διάθεση αμφισβήτησης υπάρχει.

Είναι ιδανική ιδίως για κάποιον οικογενειάρχη. Παρέχει ασφάλεια στην καθημερινότητα, άνεση στης μετακινήσεις. Τόσο έντονα και τα δύο στοιχεία, σε βαθμό που ο Στέλιος δεν χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του, δεν κινδυνεύει να τον ληστέψουν στο δρόμο. Κυκλοφορεί μόνο με το ποδήλατο.

«Εάν κάποιος επιζητά την ξέφρενη ζωή και επιδιώκει να θεωρηθεί πολίτης του κόσμου, δεν θα το συναντήσει εδώ. Η Ζυρίχη δεν έχει σχέση με τη Μαδρίτη, το Βερολίνο, το Λονδίνο… Επικρατεί μία κουλτούρα ευρύτερου σεβασμού. Στους κανόνες, στον άνθρωπο… Δεν θα δείτε μουσικούς να παίζουν μουσική στους δρόμους. Δεν θα δείτε αδέσποτα. Ακόμα και οι άστεγοι που υπάρχουν είναι 4 ή 5 σε ολόκληρη την πόλη. Το κράτος τους παρέχει στέγη για να μείνουν. Ωστόσο εκείνοι κατ’ επιλογή τους επιθυμούν να μένουν στο δρόμο. Δεν θέλουν να κλειστούν στους τέσσερις τοίχους».

«Η πόλη είναι πολύ ασφαλής. Άλλαξα δύο σπίτια την τελευταία διετία. Αφήνω τα κλειδιά του σπιτιού μου έξω από την πόρτα. Τα παπούτσια μου στο χαλάκι της εξώπορτας. Ποτέ δεν αντιμετώπισα κρούσμα κλοπής. Όπως και κανένας από τους γείτονές μου».

Στην Ελλάδα μόνο για τουρισμό

Στο ερώτημα εάν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, είναι ξεκάθαρος. «Δεν είναι καλή στιγμή για να επιστρέψει κανείς στην Ελλάδα. Μιλάω με φίλους και συμμαθητές. Με παλιούς συναδέλφους. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν ευκαιρίες. Ωστόσο το γενικότερο κλίμα είναι κάπως… μίζερο».

«Εξάλλου έχει σημασία τι κερδίζω και τι χάνω. Πέρα από το συναισθηματικό δέσιμο με τον τόπο μου. Βάζοντας κάτω τα δεδομένα, δεν θα γύριζα. Στη Ζυρίχη πηγαίνω στο σπίτι μου με το ποδήλατο. Σταματάει μπροστά στα πόδια μου η Lamborghini και μου επιτρέπει να διασχίσω ανενόχλητος τη διάβαση των πεζών.

Επαγγελματικά απολαμβάνω κάτι που δεν θα βρω στην Ελλάδα. Νιώθω άνετα, αμείβεται ο κόπος μου. Όταν κάνω λάθος στη Ζυρίχη μου λένε: “Δεν πειράζει, έμαθες. Συνεχίζουμε!”. Aν κάνω κάτι σωστά – έστω και μικρό -, θα με επαινέσουν. Έφυγα από την Ελλάδα χωρίς κανένα παράπονο το 2011, απλά για να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Γαλλία. Παρόλ’ αυτά δεν θα γύριζα πίσω».

Πηγή: newsbeast.gr

CategoryΓενικά